λαγιον

λαγιον
    λάγιον
    (ᾰ) τό зайчонок Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λαγιον" в других словарях:

  • λάγιον — λάγιον, τὸ (Α) [λαγώς] 1. λαγουδάκι 2. επιγρ. είδος ποτηριού ή αγγείου …   Dictionary of Greek

  • λάγιον — leveret neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάγιον — Λάγιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγίων — λάγιον leveret neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγια — λάγιον leveret neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»